- στάνταρ
- και στάνταρτ, το, Νάκλ.1. αναγνωρισμένος τύπος για την ακρίβεια και τη σταθερότητά του, υπόδειγμα2. τύπος βιομηχανικού προϊόντος που παράγεται σε μεγάλες ποσότητες3. ως επίθ. α) ομοιότυπος («προϊόντα στάνταρ»)β) σταθερός4. (ως επίρρ.) ακριβώς5.φρ. «με τα στάνταρ(τ)... κάποιου» — με τα κριτήρια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. standard].
Dictionary of Greek. 2013.